Η εστιακή οζώδης υπερπλασία φαίνεται ότι παριστά μια περιοχική υπερπλαστική απάντηση των ηπατοκυττάρων
σε προϋπάρχουσα αγγειακή ανωμαλία και ειδικότερα αρτηριακή δυσπλασία, ενώ έχει περιγραφεί και η σχέση της με ατρησία της πυλαίας φλέβας και με ενδοηπατική πυλαιοσυστηματική φλεβώδη διαφυγή. Αναφέρεται η συνύπαρξη της αλλοίωσης με σηραγγώδη αιμαγγειώματα (20% των περιπτώσεων, ειδικότερα σε γυναίκες που έκαναν μακροχρόνια λήψη αντισυλληπτικών), με εγκεφαλικά νεοπλάσματα, ανωμαλίες εγκεφαλικών αγγείων, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και γενικά με καταστάσεις που διαταράσσουν τη δομή, τη λειτουργία και τη κυκλοφορία του ήπατος.
Η εστιακή οζώδης υπερπλασία στο μεγαλύτερο ποσοστό (50-80%) είναι ασυμπτωματική και αποτελεί τυχαίο εύρημα κατά τη λαπαροσκόπηση, τον ακτινολογικό έλεγχο ή τη νεκροψία.
Παρατηρείται κυρίως σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (80-95%) αλλά και στη παιδική ηλικία σε ποσοστό 7-15%. Η σχέση γυναικών προς άνδρες είναι 2:1 και στα παιδιά 4:1. Η δυνητική δε συσχέτιση της με αντισυλληπτικά σκευάσματα δεν έχει τεκμηριωθεί, φαίνεται όμως ότι η χρήση τους μάλλον προάγει παρά προκαλεί την δημιουργία της συγκεκριμένης αλλοίωσης.
Η εστιακή οζώδης υπερπλασία δίνει σπανιότατα συμπτώματα και δεν έχει κίνδυνο ρήξης ή αιμορραγίας. Μερικές μόνο φορές μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις προκαλώντας πιεστικά φαινόμενα σε παρακείμενα όργανα ή και σε ενδοηπατικούς κλάδους, ενώ δεν έχει δυναμική για κακοήθη εξαλλαγή. Για τους λόγους αυτούς η μόνη αντιμετώπιση της νόσου είναι η τακτή παρακολούθηση των ασθενών με υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι μόνες ενδείξεις χειρουργικής αντιμετώπισης είναι η αδυναμία προεγχειρητικής διάγνωσης, η ύπαρξη συμπτωμάτων και η υποψία ηπατικής μετάστασης σε ασθενείς με ατομικό ιστορικό καρκίνου. Όσον αφορά τέλος την παρουσία εστιακής οζώδους υπερπλασίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι επιβεβλημένος ο συχνός υπερηχογραφικός έλεγχος του μεγέθους της, παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποδειχθεί η αύξηση του μεγέθους της βλάβης ή της πιθανότητας επιπλοκών της με την αύξηση των οιστρογόνων του αίματος.